ψίδι

ψίδι
το
το μπροστινό και πάνω μέρος του παπουτσιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψίδι — και αψίδι, το, Ν το πρόσθιο επάνω μέρος τού παπουτσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ἁψίς, ῖδος «θηλιά, τόξο, καμάρα» Ο τ. ψίδι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. ὀμμάτιον: μάτι)] …   Dictionary of Greek

  • ψιδιάζω — Ν [ψίδι] τοποθετώ ψίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”